πεζός λόγος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πεζός λόγος | οι | πεζοί λόγοι |
γενική | του | πεζού λόγου | των | πεζών λόγων |
αιτιατική | τον | πεζό λόγο | τους | πεζούς λόγους |
κλητική | πεζέ λόγε | πεζοί λόγοι | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]πεζός λόγος αρσενικό
- (λογοτεχνία) γραπτός (έντεχνος και λογοτεχνικός) λόγος που μοιάζει με την καθημερινή ομιλία ενός ανθρώπου, χωρίς (φανερό) μέτρο ή ρυθμό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεζός λόγος
|