πεζός λόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πεζός λόγος | οι | πεζοί λόγοι |
γενική | του | πεζού λόγου | των | πεζών λόγων |
αιτιατική | τον | πεζό λόγο | τους | πεζούς λόγους |
κλητική | πεζέ λόγε | πεζοί λόγοι | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πεζός λόγος αρσενικό
- (λογοτεχνία) γραπτός (έντεχνος και λογοτεχνικός) λόγος που μοιάζει με την καθημερινή ομιλία ενός ανθρώπου, χωρίς (φανερό) μέτρο ή ρυθμό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεζός λόγος
|