πεντικουρίστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεντικουρίστα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεντικουρίστα θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- νυχού (λαϊκότροπο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεντικουρίστα
|