νυχού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νυχού | οι | νυχούδες |
γενική | της | νυχούς | των | νυχούδων |
αιτιατική | τη | νυχού | τις | νυχούδες |
κλητική | νυχού | νυχούδες | ||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νυχού θηλυκό
- (λαϊκότροπο, επάγγελμα) επαγγελματίας που περιποιείται τα νύχια (χεριών ή ποδιών, μανικιούρ / πεντικιούρ)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νυχού
|