περιβαλλοντολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιβαλλοντολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιβαλλοντολογία θηλυκό
- επιστήμη η οποία μελετάει το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει ο άνθρωπος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιβαλλοντολογία
|