περιβαλλοντολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η περιβαλλοντολόγος οι περιβαλλοντολόγοι
      γενική του/της περιβαλλοντολόγου των περιβαλλοντολόγων
    αιτιατική τον/την περιβαλλοντολόγο τους/τις περιβαλλοντολόγους
     κλητική περιβαλλοντολόγε περιβαλλοντολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιβαλλοντολόγος < (περιβάλλον) περιβαλλοντ- + -ο- + -λόγος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική environmentalist[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ɾi.va.lon.doˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐βαλ‐λο‐ντο‐λό‐γος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιβαλλοντολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) επιστήμονας ειδικευμένος σε θέματα περιβάλλοντος
    Κύριες ενασχολήσεις του περιβαλλοντολόγου είναι η επεξεργασία, σύνταξη και αξιολόγηση μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η διενέργεια ελέγχων ποιότητας περιβάλλοντος, ο σχεδιασμός και η αξιολόγηση περιβαλλοντικών πολιτικών, η διαχείριση περιβαλλοντικών συστημάτων, η περιβαλλοντική εκπαίδευση, αγωγή, ενημέρωση και επικοινωνία.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]