πιτζαμούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιτζαμούλα | οι | πιτζαμούλες |
γενική | της | πιτζαμούλας | — | |
αιτιατική | την | πιτζαμούλα | τις | πιτζαμούλες |
κλητική | πιτζαμούλα | πιτζαμούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιτζαμούλα < πιτζάμα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιτζαμούλα ουδέτερο
- υποκοριστικό του πιτζάμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιτζαμούλα
|