πλανοδιοπώλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλανοδιοπώλης αρσενικό
- (ιδιωματικό) (κυπριακά) κάποιος που πλανοδιοπωλεί
- ※ Όσοι πλανοδιοπώλες ενδιαφέρονται να εξασφαλίσουν νωρίτερα τη σχετική άδεια πλανοδιοπώλησης μπορούν να αποτείνονται στα γραφεία του Δήμου από τη Δευτέρα 30 Ιανουαρίου, κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες. (http://city.sigmalive.com, 25.01.2017)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πλανοδιοπώληση
- πλανοδιοπωλώ
- → δείτε τις λέξεις πλανόδιος και πωλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλανοδιοπώλης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πώλης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)