πλανοδιοπώληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλανοδιοπώληση | οι | πλανοδιοπωλήσεις |
γενική | της | πλανοδιοπώλησης* | των | πλανοδιοπωλήσεων |
αιτιατική | την | πλανοδιοπώληση | τις | πλανοδιοπωλήσεις |
κλητική | πλανοδιοπώληση | πλανοδιοπωλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλανοδιοπωλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλανοδιοπώληση θηλυκό
- (ιδιωματικό) (κυπριακά) η πώληση εμπορευμάτων από πλανόδιους
- ※ Κανένας δεν μπορεί μέσα στα όρια της κοινότητας να πλανοδιοπωλεί οποιαδήποτε προϊόντα οποιασδήποτε φύσεως χωρίς τη γραπτή άδεια του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο έχει τη διακριτική εξουσία για τη χορήγηση ή μη της δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου άδειας και μπορεί να απαγορεύει ή να περιορίζει την πλανοδιοπώληση σε ορισμένες περιοχές ή δρόμους μέσα στα όρια της κοινότητας και να επιβάλλει στην άδεια όρους όσον αφορά τις ώρες και τα προϊόντα πλανοδιοπώλησης ή τέτοιους άλλους όρους, παρεμφερείς ή συμπληρωματικούς, τους οποίους θεωρεί σκόπιμο. (Ο περί Κοινοτήτων Νόμος του 1999–86(I)/1999)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πλανοδιοπώλης
- πλανοδιοπωλώ
- → δείτε τις λέξεις πλανόδιος και πωλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλανοδιοπώληση
|