πλανοδιοπώληση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλανοδιοπώληση οι πλανοδιοπωλήσεις
      γενική της πλανοδιοπώλησης* των πλανοδιοπωλήσεων
    αιτιατική την πλανοδιοπώληση τις πλανοδιοπωλήσεις
     κλητική πλανοδιοπώληση πλανοδιοπωλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλανοδιοπωλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλανοδιοπώληση < πλανόδιος + -ο- + πώληση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλανοδιοπώληση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]