πλεκτήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πλεκτήριον | τὰ | πλεκτήρια | ||||
γενική | τοῦ | πλεκτηρίου | τῶν | πλεκτηρίων | ||||
δοτική | τῷ | πλεκτηρίῳ | τοῖς | πλεκτηρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | πλεκτήριον | τὰ | πλεκτήρια | ||||
κλητική ὦ! | πλεκτήριον | πλεκτήρια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλεκτήριον, -ίου ουδέτερο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 811, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
ΣτΕ: όπως το είδε σε επιγραφή, στην οδό Μητροπόλεως.