πλεκτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλεκτήριο | τα | πλεκτήρια |
γενική | του | πλεκτήριου & πλεκτηρίου |
των | πλεκτήριων & πλεκτηρίων |
αιτιατική | το | πλεκτήριο | τα | πλεκτήρια |
κλητική | πλεκτήριο | πλεκτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλεκτήριο ουδέτερο
- χώρος (εργαστήριο ή εργοστάσιο) με μηχανές που πλέκουν, όπου κατασκευάζονται πλεκτά