πνευμοκονίαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πνευμοκονίαση οι πνευμοκονιάσεις
      γενική της πνευμοκονίασης* των πνευμοκονιάσεων
    αιτιατική την πνευμοκονίαση τις πνευμοκονιάσεις
     κλητική πνευμοκονίαση πνευμοκονιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πνευμοκονιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πνευμοκονίαση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πνευμοκονίαση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]