πνευμονοκονίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πνευμονοκονίωση οι πνευμονοκονιώσεις
      γενική της πνευμονοκονίωσης* των πνευμονοκονιώσεων
    αιτιατική την πνευμονοκονίωση τις πνευμονοκονιώσεις
     κλητική πνευμονοκονίωση πνευμονοκονιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πνευμονοκονιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πνευμονοκονίωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pneumoconiosis

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πνευμονοκονίωση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]