πνευμονοκονίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πνευμονοκονίωση | οι | πνευμονοκονιώσεις |
γενική | της | πνευμονοκονίωσης* | των | πνευμονοκονιώσεων |
αιτιατική | την | πνευμονοκονίωση | τις | πνευμονοκονιώσεις |
κλητική | πνευμονοκονίωση | πνευμονοκονιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πνευμονοκονιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πνευμονοκονίωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pneumoconiosis
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πνευμονοκονίωση θηλυκό
- (ιατρική) εκφυλιστική νόσος των πνευμόνων που οφείλεται στις κακές συνθήκες εργασίας σε κάποιους επαγγελματικούς χώρους λόγω εισπνοής μεταλλικών ή ορυκτών σωματιδίων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πνευμονοκονίωση
Πηγές[επεξεργασία]
- πνευμονοκονίωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)