ποδίατρος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ποδίατρος | οι | ποδίατροι |
| γενική | του/της του |
ποδιάτρου ποδίατρου |
των | ποδιάτρων & ποδίατρων |
| αιτιατική | τον/την | ποδίατρο | τους/τις τους |
ποδιάτρους ποδίατρους |
| κλητική | ποδίατρε | ποδίατροι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποδίατρος αρσενικό
- (επάγγελμα, ιατρική) γιατρός εξειδικευμένος στη ποδιατρική
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποδίατρος
|
|