ποδίατρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ποδίατρος οι ποδίατροι
      γενική του/της
του
ποδιάτρου
ποδίατρου
των ποδιάτρων
ποδίατρων
    αιτιατική τον/την ποδίατρο τους/τις
τους
ποδιάτρους
ποδίατρους
     κλητική ποδίατρε ποδίατροι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδίατρος < πόδ(ι) + -ίατρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποδίατρος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]