ποζάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποζάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική posare < λατινική pausa < αρχαία ελληνική παῦσις (αντιδάνειο)
Ρήμα[επεξεργασία]
ποζάρω
- παραμένω ακίνητος σύμφωνα με τις οδηγίες ενός φωτογράφου ή ενός ζωγράφου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πόζα
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | ποζάρω | πόζαρα | θα ποζάρω | να ποζάρω | ποζάροντας | |
β' ενικ. | ποζάρεις | πόζαρες | θα ποζάρεις | να ποζάρεις | πόζαρε | |
γ' ενικ. | ποζάρει | πόζαρε | θα ποζάρει | να ποζάρει | ||
α' πληθ. | ποζάρουμε | ποζάραμε | θα ποζάρουμε | να ποζάρουμε | ||
β' πληθ. | ποζάρετε | ποζάρατε | θα ποζάρετε | να ποζάρετε | ποζάρετε | |
γ' πληθ. | ποζάρουν(ε) | πόζαραν ποζάραν(ε) |
θα ποζάρουν(ε) | να ποζάρουν(ε) |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)