ποζιτιβιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποζιτιβιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική positiviste[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποζιτιβιστής αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποζιτιβιστής
→ δείτε τη λέξη θετικιστής |
- ↑ ποζιτιβιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας