πολεομορφισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολεομορφισμός < πολεομορφία + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική urbanization)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολεομορφισμός αρσενικό
- η εξέλιξη μιας περιοχής από αγροτική ή ημιαστική σε αστική
- η επίδραση του άστεως ή του αστικού τρόπου ζωής σε ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολεομορφισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)