πολυνευρῖτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πολυνευρῖτις | αἱ | πολυνευρίτιδες | ||||
γενική | τῆς | πολυνευρίτιδος | τῶν | πολυνευριτίδων | ||||
δοτική | τῇ | πολυνευρίτιδι | ταῖς | πολυνευρίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πολυνευρῖτιν | τὰς | πολυνευρίτιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πολυνευρῖτι | πολυνευρίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυνευρῖτις, -ιδος θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .