πολυολεφίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυολεφίνη οι πολυολεφίνες
      γενική της πολυολεφίνης των πολυολεφινών
    αιτιατική την πολυολεφίνη τις πολυολεφίνες
     κλητική πολυολεφίνη πολυολεφίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυολεφίνη < πολύ + ολεφίνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυολεφίνη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]