πολυολεφίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυολεφίνη θηλυκό
- κατηγορία πολυμερών που έχουν παραχθεί από ολεφίνες, όπως το πολυαιθυλένιο (παραγόμενο από την ολεφίνη αιθυλένιο) και το πολυπροπυλένιο (παραγόμενο από την ολεφίνη προπυλένιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυολεφίνη