πολυϊατρείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυϊατρείο τα πολυϊατρεία
      γενική του πολυϊατρείου των πολυϊατρείων
    αιτιατική το πολυϊατρείο τα πολυϊατρεία
     κλητική πολυϊατρείο πολυϊατρεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυϊατρείο < πολυ- + ιατρείο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυϊατρείο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]