Μετάβαση στο περιεχόμενο

πορτούλα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορτούλα οι πορτούλες
      γενική της πορτούλας
    αιτιατική την πορτούλα τις πορτούλες
     κλητική πορτούλα πορτούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πορτούλα < πόρτα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πορτούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]