πουλητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πουλητής | οι | πουλητές |
γενική | του | πουλητή | των | πουλητών |
αιτιατική | τον | πουλητή | τους | πουλητές |
κλητική | πουλητή | πουλητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πουλητής αρσενικό
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του πωλητής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πουλητής
|