προαναγγελία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προαναγγελία < προαναγγέλλω + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προαναγγελία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προαναγγέλλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προαναγγελία
|