προδιαβούλευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προδιαβούλευση οι προδιαβουλεύσεις
      γενική της προδιαβούλευσης* των προδιαβουλεύσεων
    αιτιατική την προδιαβούλευση τις προδιαβουλεύσεις
     κλητική προδιαβούλευση προδιαβουλεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προδιαβουλεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προδιαβούλευση < προ- + διαβούλευση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προδιαβούλευση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]