προδιαβούλευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προδιαβούλευση | οι | προδιαβουλεύσεις |
γενική | της | προδιαβούλευσης* | των | προδιαβουλεύσεων |
αιτιατική | την | προδιαβούλευση | τις | προδιαβουλεύσεις |
κλητική | προδιαβούλευση | προδιαβουλεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προδιαβουλεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προδιαβούλευση < προ- + διαβούλευση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προδιαβούλευση θηλυκό
- (νεολογισμός) προκαταρκτική διαβούλευση πριν από την κυρίως διαβούλευση
- Το προτεινόμενο πλαίσιο κινητικότητας τέθηκε σε προνομοθετική δημόσια διαβούλευση (προδιαβούλευση), προκειμένου πολίτες και οργανισμοί να καταθέσουν σχόλια και προτάσεις, οι οποίες αφού αξιολογηθούν θα συμπεριληφθούν στο νομοσχέδιο. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προδιαβούλευση
|