προνομοθετικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προνομοθετικός η προνομοθετική το προνομοθετικό
      γενική του προνομοθετικού της προνομοθετικής του προνομοθετικού
    αιτιατική τον προνομοθετικό την προνομοθετική το προνομοθετικό
     κλητική προνομοθετικέ προνομοθετική προνομοθετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προνομοθετικοί οι προνομοθετικές τα προνομοθετικά
      γενική των προνομοθετικών των προνομοθετικών των προνομοθετικών
    αιτιατική τους προνομοθετικούς τις προνομοθετικές τα προνομοθετικά
     κλητική προνομοθετικοί προνομοθετικές προνομοθετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προνομοθετικός < προ- + νομοθετικός

Επίθετο[επεξεργασία]

προνομοθετικός, -ή, -ό

  • (νεολογισμός) που συμβαίνει πριν υπάρξει σχετικός νόμος
    Το προτεινόμενο πλαίσιο κινητικότητας τέθηκε σε προνομοθετική δημόσια διαβούλευση (προδιαβούλευση), προκειμένου πολίτες και οργανισμοί να καταθέσουν σχόλια και προτάσεις, οι οποίες αφού αξιολογηθούν θα συμπεριληφθούν στο νομοσχέδιο. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]