προνομοθετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προνομοθετικός < προ- + νομοθετικός
Επίθετο[επεξεργασία]
προνομοθετικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που συμβαίνει πριν υπάρξει σχετικός νόμος
- Το προτεινόμενο πλαίσιο κινητικότητας τέθηκε σε προνομοθετική δημόσια διαβούλευση (προδιαβούλευση), προκειμένου πολίτες και οργανισμοί να καταθέσουν σχόλια και προτάσεις, οι οποίες αφού αξιολογηθούν θα συμπεριληφθούν στο νομοσχέδιο. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προνομοθετικός
|