προεπεξεργαστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προεπεξεργαστής οι προεπεξεργαστές
      γενική του προεπεξεργαστή των προεπεξεργαστών
    αιτιατική τον προεπεξεργαστή τους προεπεξεργαστές
     κλητική προεπεξεργαστή προεπεξεργαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προεπεξεργαστής < προ- + επεξεργαστής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προεπεξεργαστής αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]