προσβλητικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προσβλητικότης | αἱ | προσβλητικότητες | ||||
γενική | τῆς | προσβλητικότητος | τῶν | προσβλητικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | προσβλητικότητι | ταῖς | προσβλητικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προσβλητικότητα | τὰς | προσβλητικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | προσβλητικότης | προσβλητικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσβλητικότης < προσβλητικ(ός)- + -ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσβλητικότης θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .