προσβλητικότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσβλητικότης αἱ προσβλητικότητες
      γενική τῆς προσβλητικότητος τῶν προσβλητικοτήτων
      δοτική τῇ προσβλητικότητι ταῖς προσβλητικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν προσβλητικότητα τὰς προσβλητικότητᾰς
     κλητική ! προσβλητικότης προσβλητικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσβλητικότης < προσβλητικ(ός)- + -ότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσβλητικότης θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]