προσγράφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσγράφω < αρχαία ελληνική προσγράφω < πρός + γράφω ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική zuschreiben)
Ρήμα[επεξεργασία]
προσγράφω (παθητική φωνή: προσγράφομαι)
- γράφω επιπλέον, προσθέτω
- ≈ συνώνυμα:: συνεκτιμώ, συνυπολογίζω
- ※ Το δικό μου αμάρτημα -και πείσμα- είναι ότι, χωρίς ν' ανήκω στους πρώτους, αρνήθηκα να συμμορφωθώ με τους δεύτερους πιστεύοντας ότι αυτά που κατά κανόνα είναι απαγορευμένα σ΄ένα νόμιμο δοκιμιογράφο, επειδή αποτελούν τεκμήρια κακού ύφους, σ’ έναν ποιητή που θέλει, οπουδήποτε και αν μετατοπίζεται, να μένει εκείνος που πραγματικά είναι, μπορεί όχι μόνο να του συγχωρεθούν, αλλά ίσως-ίσως και να προσγραφούν στο ενεργητικό του. (Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά)
- γράφω δίπλα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσγράφω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
προσγράφω
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)