προσομοιωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσομοιωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσομοιωτής αρσενικό
- (τεχνολογία) μηχανή που αναπαριστά τις πραγματικές συνθήκες μιας δραστηριότητας, επιτρέποντας έτσι την ρεαλιστική εκμάθησή της
- προσομοιωτής οδήγησης
- προσομοιωτής πτήσης