Μετάβαση στο περιεχόμενο

προστάδιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προστάδιο τα προστάδια
      γενική του προσταδίου
& προστάδιου
των προσταδίων
    αιτιατική το προστάδιο τα προστάδια
     κλητική προστάδιο προστάδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προστάδιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προστάδιο ουδέτερο

  • αρχική φάση της προετοιμασίας ενός γεγονότος, πριν ακόμη αυτό εκδηλωθεί καθαρά και γίνει ορατή η εξέλιξή του

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]