προστάδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προστάδιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προστάδιο ουδέτερο
- αρχική φάση της προετοιμασίας ενός γεγονότος, πριν ακόμη αυτό εκδηλωθεί καθαρά και γίνει ορατή η εξέλιξή του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προστάδιο