προστάδιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προστάδιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προστάδιο ουδέτερο
- αρχική φάση της προετοιμασίας ενός γεγονότος, πριν ακόμη αυτό εκδηλωθεί καθαρά και γίνει ορατή η εξέλιξή του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προστάδιο