πρωτοκολλήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρωτοκολλήτρια < πρωτοκολλητ(ής) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.to.koˈli.tɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐κολ‐λή‐τρι‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωτοκολλήτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του πρωτοκολλητής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρωτοκολλήτρια
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .