πρωτοκολλήτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτοκολλήτρια οι πρωτοκολλήτριες
      γενική της πρωτοκολλήτριας των πρωτοκολλητριών
    αιτιατική την πρωτοκολλήτρια τις πρωτοκολλήτριες
     κλητική πρωτοκολλήτρια πρωτοκολλήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοκολλήτρια < πρωτοκολλητ(ής) + κατάληξη θηλυκού -τρια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.to.koˈli.tɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐κολ‐λή‐τρι‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτοκολλήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]