πρόσκειμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόσκειμαι < αρχαία ελληνική πρόσκειμαι < πρός + κεῖμαι
Ρήμα[επεξεργασία]
πρόσκειμαι
- (αποθετικό ρήμα, κυριολεκτικά) βρίσκομαι δίπλα ή κοντά
- (αποθετικό ρήμα, μεταφορικά) έχω τις ίδιες απόψεις, θέσεις ή ιδέες με κάποιον, συμφωνούμε και συμπορευόμαστε
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προσκείμενος
- → δείτε τις λέξεις προς και κείμαι