πυροβόληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυροβόληση | οι | πυροβολήσεις |
γενική | της | πυροβόλησης* | των | πυροβολήσεων |
αιτιατική | την | πυροβόληση | τις | πυροβολήσεις |
κλητική | πυροβόληση | πυροβολήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυροβολήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πυροβόληση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πυροβολώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πυροβόληση
|