πόκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πόκα | οι | πόκες |
γενική | της | πόκας | των | (ποκών) |
αιτιατική | την | πόκα | τις | πόκες |
κλητική | πόκα | πόκες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πόκα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πόκα θηλυκό
- Άλλη ονομασία για το πόκερ.