ρημάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρημάζω < (ελληνιστική κοινήἐρημάζω < ἔρημος

Ρήμα[επεξεργασία]

ρημάζω, πρτ.: ρήμαζα, στ.μέλλ.: θα ρημάξω, αόρ.: ρήμαξα, μτχ.π.π.: ρημαγμένος

  1. (μεταβατικό) με τις ενέργειές μου καταστρέφω κάτι τελείως με αποτέλεσμα να ερημωθεί
  2. (αμετάβατο) μετατρέπομαι σε ερείπιο και ερημώνομαι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]