ριγανέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ριγανέλαιο | τα | ριγανέλαια |
γενική | του | ριγανέλαιου & ριγανελαίου |
των | ριγανέλαιων & ριγανελαίων |
αιτιατική | το | ριγανέλαιο | τα | ριγανέλαια |
κλητική | ριγανέλαιο | ριγανέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ριγανέλαιο ουδέτερο
- αιθέριο έλαιο που προέρχεται από ρίγανη
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ριγανέλαιο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ριγανέλαιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)