ρινόρροια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρινόρροια < ριν(α) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρινόρροια θηλυκό
- (ιατρική) εκροή εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρινόρροια
|