ριχτάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ριχτάρι | τα | ριχτάρια |
γενική | του | ριχταριού | των | ριχταριών |
αιτιατική | το | ριχτάρι | τα | ριχτάρια |
κλητική | ριχτάρι | ριχτάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ριχτάρι < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική throw
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ριχτάρι ουδέτερο