ρουχαλάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρουχαλάκι | τα | ρουχαλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ρουχαλάκι | τα | ρουχαλάκια |
κλητική | ρουχαλάκι | ρουχαλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρουχαλάκι < ρούχο + υποκοριστικό επίθημα -αλάκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρουχαλάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του ρούχο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρουχαλάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -αλάκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)