ρούπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρούπι | τα | ρούπια |
γενική | του | ρουπιού | των | ρουπιών |
αιτιατική | το | ρούπι | τα | ρούπια |
κλητική | ρούπι | ρούπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρούπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική urup
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρούπι ουδέτερο
- (παρωχημένο) υποδιαίρεση του εμπορικού πήχη ίση με οκτώ εκατοστά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δεν κάνω ρούπι, δεν το κουνάω ρούπι: είμαι αμετακίνητος στις απόψεις μου ή δεν πρόκειται να μετακινηθώ από εδώ που είμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρούπι
|