σατιρογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σατιρογραφία οι σατιρογραφίες
      γενική της σατιρογραφίας των σατιρογραφιών
    αιτιατική τη σατιρογραφία τις σατιρογραφίες
     κλητική σατιρογραφία σατιρογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σατιρογραφία < σάτιρ(α) + -ο- + -γραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σατιρογραφία θηλυκό

  • η συγγραφή σατιρών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]