σατραπίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σατραπίσκος < σατράπης + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σατραπίσκος αρσενικό
- άνθρωπος χαμηλών δυνατοτήτων που φέρεται σαν σατράπης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σατραπίσκος
|