σενάζι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σενάζι τα σενάζια
      γενική του σεναζιού των σεναζιών
    αιτιατική το σενάζι τα σενάζια
     κλητική σενάζι σενάζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σενάζι < γαλλική chainage

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σενάζι ουδέτερο (και σενάζ)

  • οριζόντιο δοκάρι από μπετόν που είναι ενσωματωμένο σε τοίχο από άλλο υλικό, κυρίως από τούβλα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]