σερμαγιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σερμαγιά οι σερμαγιές
      γενική της σερμαγιάς των σερμαγιών
    αιτιατική τη σερμαγιά τις σερμαγιές
     κλητική σερμαγιά σερμαγιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σερμαγιά < (άμεσο δάνειο) τουρκική sermaye < περσική سرمايه (sarmāya)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σερμαγιά θηλυκό

  1. κεφάλαιο, αρχικό χρηματικό κεφάλαιο επιχείρησης.
  2. (ναυτικός όρος) το αρχικό κεφάλαιο εξόδων ταξιδιού ελληνικού εμπορικού πλοίου, επί τουρκοκρατίας και λίγο μετά την ανεξαρτησία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]