σηπτικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σηπτικότης | αἱ | σηπτικότητες | ||||
γενική | τῆς | σηπτικότητος | τῶν | σηπτικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | σηπτικότητι | ταῖς | σηπτικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σηπτικότητα | τὰς | σηπτικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | σηπτικότης | σηπτικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σηπτικότης < σηπτικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σηπτικότης, -ητος θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .