σιπύα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σῐπῠᾱ-
ονομαστική σιπύ αἱ σιπύαι
      γενική τῆς σιπύᾱς τῶν σιπυῶν
      δοτική τῇ σιπύ ταῖς σιπύαις
    αιτιατική τὴν σιπύᾱν τὰς σιπύᾱς
     κλητική ! σιπύ σιπύαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιπύ
γεν-δοτ τοῖν  σιπύαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιπύα < σιπύη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιπύα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]