σκηπτουχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκηπτουχία οι σκηπτουχίες
      γενική της σκηπτουχίας των σκηπτουχιών
    αιτιατική τη σκηπτουχία τις σκηπτουχίες
     κλητική σκηπτουχία σκηπτουχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκηπτουχία < σκήπτρο + έχω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκηπτουχία θηλυκό

  • το να έχει/κατέχει κάποιος/α σκήπτρο ως σύμβολο αρχής, αρχηγίας, ηγεσίας
    ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθεὶς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]