σκλήθρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκλήθρος οι σκλήθροι
      γενική του σκλήθρου των σκλήθρων
    αιτιατική τον σκλήθρο τους σκλήθρους
     κλητική σκλήθρε σκλήθροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκλήθρος < → δείτε τη λέξη σκλήθρο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈskli.θɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκλή‐θρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκλήθρος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]