σκληροθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκληροθεραπεία < σκληρ(ός) + -ο- + -θεραπεία• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκληροθεραπεία θηλυκό
- θεραπεία φλεβικών προβλημάτων, όπως κιρσοί και ευρυαγγείες, με ένεση σκληρυντικού υγρού εντός κάθε αγγείου με τέτοια προβλήματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκληροθεραπεία
|