σμυριδεργάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σμυριδεργάτης αρσενικό
- που εργάζεται σε σμυριδορυχείο ή στις εγκαταστάσεις μεταφοράς και της σμύριδας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σμυριδεργάτης
|