σμυριδόσκαλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμυριδόσκαλα οι σμυριδόσκαλες
      γενική της σμυριδόσκαλας των σμυριδόσκαλων
    αιτιατική τη σμυριδόσκαλα τις σμυριδόσκαλες
     κλητική σμυριδόσκαλα σμυριδόσκαλες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σμυριδόσκαλα < σμύριδ(α) + -ό- + σκάλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σμυριδόσκαλα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  • σταθμός φόρτωσης σμύριδας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]